Εξύπνησα που το πορνόν,
Δεν έθελα με να μου πούν,
ούτε μισή κουβέντα.
Τα κόκοπόπς ελείψασην,
το γάλαν εν λειγμένον.
Λιμπούροι εφαν το γλύκισμαν,
το μαύρον τζιαι καμένον.
Πάω να μπώ στο ίντερνετ,
ανάφκω το κομπιούτερ,
εκόλλησεν η σύνδεση,
εχάλασεν το ρούτερ.
Μια τσόντα για να δώ,
την χάρη δεν μου κάμνει.
Ακούω την γειτόνισσα,
Κέρατον που τον άντρα της,
έφαεν τζιαι φωνάζει.
Ο άλλος εξενύχτισεν,
άρκεψεν να νυστάζει.
Ελάλεν του ξιτιμασιές,
πως εν μιτσιά η βίλλα,
τζιαι το αρτσίν του εν ψιντρόν,
ίσια με την γαρίλλα.
έκατσα στο μπαλκόνι,
τζιαι θώρουν τους σαν έτρωα,
χαλλούμιν τζιαι πεπονι.
Έτσι ωραίον σίριαλ,
πιον Μπρούσκο τζιαι πελλάρες.
Οι παουρκές των γειτονιών,
έχουσιν άλλες χάρες.
λαλεί μου ''τι θωρείς;''
Ούτε στο μπαλκόνι σου,
να φκείς ενι μπορείς.
Ανάφκω τηλεόρασην,
έδειχνεν τες ειδήσεις.
Ελάλεν για την Τρόικαν,
ε πως να μεν την σβήσεις.
Χτύπησεν το τηλέφωνον,
λαλώ να απαντήσω.
''Τραπεζα Κύπρου'' μου λαλεί.
Ε φταίω αν τον βρίσω;
Χρωστάς ποδά κατι λεφτά,
έλα να ξεχρεώσεις.
Κατάλαβε μας τζιαι εμάς,
εν κάμποσες οι δόσεις.
Ανάθεμαν σας άχρηστοι,
έλα πιάστ' αρτσίν μου.
Τζιαι ούτε να το διανοηθείς,
νά' ρτεις ποττέ καρτσίν μου.
Χτυπά η πόρτα του σπιθκιού,
ποιός εννα είναι πάλε;
Εφάκκαν ασταμάτητα,
''έρκουμε, φάουσα φκάλε!''
Πάω ανοίω τί θωρώ;
ήταν να πελάνω.
η γειτόνισσα μου με μαγιό,
τζιαι ττόρον απο πάνω.
Εκόψαν τους δίπλα το νερόν,
τζιαι ήρτεν στο δικό μου,
μα θώρε τύχην πάνω μου,
γαμώ το κέρατό μου.
Πέρνω την μες το σιάουερ,
εγύρισα την βρύση,
ήτουν να με γαμίσει;
Αρπάσσω την που το μαλλίν,
πέρνω την στο κρεβάτι,
έμεινεν τζιαι άλουτη,
μ' ανοιξα της το μάτι.
Γι αυτόν εσού αν σηκωστείς,
τζι έλειψεν σου το γάλα,
μεν μαραζόνεις τζιαι μπορεί,
νάρτει η γειτόνισσα να μπεί,
με δυό βυζιά μεγάλα.
by Nicolas Jovani
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου