Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Μουντιάλ και γυναίκα.. Δεν ταιριάζουμε σου λέω. (Nicolas Jovani)

Γυναίκες τούτον εν για σας,
γουιθ λάβ αφιερωμένο, 
κανόνες για το Μουντιάλ, 
που τόσο περιμένω.

Ξιάστε τα γλυκόλoα, 
τζιαι χάδια στο κρεβάτιν.
Τα πόθκια πας τον καναπέ,
τζιαι πέτε με χωρκάτην.

Αν είναι να μιλήσετε,
κοπέλλες καρτεράτε,
που νάνε το ημίχρονο,
τζιαι τότε ξεκινάτε.



Στα δεκαπέντε τα λεπτά,
όσα τζι αν προλαβαίνεις.
Ως την σφυρκά του διαιτητή,
τί δεν καταλαβαίνεις;

Μόλις αρκέψει έναν μάτς,
δεν θέλω αντιρρήσεις,
φκάλε παουρμόσιστο,
τζαι ας λιποθυμήσεις.

Εγιώνι δεν θ' ασχοληθώ,
τζι ας κλαίεις σαν κατσέλλα.
Ούτε αν φορήσεις το μαγιό,
τζιαι κάμνεις πασαρέλλα.

Τζιαι μεν τολμήσεις να μου πεις,
τάχα να με ρωτήσεις,
''τι εν το οφσάητ χάνι μου,
δεν θα μου εξηγήσεις;''

Φέρε το ρεμότ κοντρόλ,
να μεν φάεις τον φούσκο,
Εγιώ θα δώ Αργεντινή,
τζιαι εσού λαλείς μου Μπρούσκο;

Πλυντήριο να μεν σκεφτείς,
ν' άψεις να κατσιαρίζει.
Ούτε την ηλεκτρικήν,
σκούπα να παουρίζει.


Τζι αν έχεις εσυ όρεξην,
για σεξ τζιαι για τρελλίτσες,
δώρον διώ σου δονητήν,
τζιαι φέρε μπύρα, πίτσες.


Τζιαι μεν ακούσω να μου πείς
''έναν παιχνίδιν είναι''.
Πιάε τα ποτήρκα μας,
με εύρηκα τζιαι πλύνε.

Που να' ρτουν οι παρέες μου,
λαλώ σου ρέτι νά σε.
θα κλάσουσιν τζιαι θα ρεχτούν,
μυρίστου τους τζιαι σκάσε.


Τζι αν είσαι τάχα μακρυά,
την ώρα πουν η μάππα,
μεν καρτεράς στο κινητόν,
μηνύματα ρα τσάππα.

Όσον εννα 'χει μουντιάλ,
απλα μετακομίστε,
στην μάνα σας στον Πεδουλάν,
βουνά ανηφορίστε. 

Ο έρωτας εν στροτζιλός, 
τζιαι έννεν το βυζί σου.
Εν για την μάππα που λαλώ,
τζιαι όχι το κορμί σου.

                  by Nicolas Jovani







Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Εξύπνησα που το πορνόν.. (Nicolas Jovani)

Εξύπνησα που το πορνόν,
τζιαι είμουν μες τα νεύρα.
Δεν έθελα με να μου πούν,
ούτε μισή κουβέντα.

Τα κόκοπόπς ελείψασην,
το γάλαν εν λειγμένον.
Λιμπούροι εφαν το γλύκισμαν,
το μαύρον τζιαι καμένον.

Πάω να μπώ στο ίντερνετ,
ανάφκω το κομπιούτερ,
εκόλλησεν η σύνδεση,
εχάλασεν το ρούτερ.

Μια τσόντα για να δώ,
την χάρη δεν μου κάμνει.
Ακούω την γειτόνισσα,
που άρκεψεν να λάμνει.

Κέρατον που τον άντρα της,
έφαεν τζιαι φωνάζει.
Ο άλλος εξενύχτισεν,
άρκεψεν να νυστάζει.

Ελάλεν του ξιτιμασιές,
πως εν μιτσιά η βίλλα,
τζιαι το αρτσίν του εν ψιντρόν,
ίσια με την γαρίλλα.

Έπια την καρεκλούαν μου,
έκατσα στο μπαλκόνι,
τζιαι θώρουν τους σαν έτρωα,
χαλλούμιν τζιαι πεπονι.

Έτσι ωραίον σίριαλ,

πιον Μπρούσκο τζιαι πελλάρες.
Οι παουρκές των γειτονιών,
έχουσιν άλλες χάρες.

Είδεν με η γειτόνισσα, 
λαλεί μου ''τι θωρείς;''
Ούτε στο μπαλκόνι σου,
να φκείς ενι μπορείς.

Ανάφκω τηλεόρασην,
έδειχνεν τες ειδήσεις.
Ελάλεν για την Τρόικαν,
ε πως να μεν την σβήσεις.

Χτύπησεν το τηλέφωνον, 
λαλώ να απαντήσω.
''Τραπεζα Κύπρου'' μου λαλεί.
Ε φταίω αν τον βρίσω;

Χρωστάς ποδά κατι λεφτά,
έλα να ξεχρεώσεις.
Κατάλαβε μας τζιαι εμάς,
εν κάμποσες οι δόσεις.

Ανάθεμαν σας άχρηστοι,
έλα πιάστ' αρτσίν μου.
Τζιαι ούτε να το διανοηθείς, 
νά' ρτεις ποττέ καρτσίν μου.

Χτυπά η πόρτα του σπιθκιού,
ποιός εννα είναι πάλε;
Εφάκκαν ασταμάτητα,
''έρκουμε, φάουσα φκάλε!''

Πάω ανοίω τί θωρώ;
ήταν να πελάνω.
η γειτόνισσα μου με μαγιό,
τζιαι ττόρον απο πάνω.

Εκόψαν τους δίπλα το νερόν,
τζιαι ήρτεν στο δικό μου,
μα θώρε τύχην πάνω μου,
γαμώ το κέρατό μου.

Πέρνω την μες το σιάουερ,
εγύρισα την βρύση,
τούτη ήρτεν πίσω μου,
ήτουν να με γαμίσει;

Αρπάσσω την που το μαλλίν,
πέρνω την στο κρεβάτι,
έμεινεν τζιαι άλουτη,
μ' ανοιξα της το μάτι.

Γι αυτόν εσού αν σηκωστείς,
τζι έλειψεν σου το γάλα,
μεν μαραζόνεις τζιαι μπορεί,
νάρτει η γειτόνισσα να μπεί,
με δυό βυζιά μεγάλα.

                            by Nicolas Jovani


Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Η παρθένα μες το club.. (Nicolas Jovani)

Εγνώρισα την μες το κλάπ,
εχώρευκεν στην πίσταν.
Εγιώ τζιαμέ σε μια γωνιά,
κομμένος που την νύσταν.

Θωρώ φορεί κοντήν φουστούν,
τζιαι έσουζεν τον κώλον.
Σηκώθηκεν το πράμαν μου,
μέχρι το βόρειο πόλον.

Πάω κοντεύκω δίπλα της,
τζι αρκέφκω το καμάκι.
Κάμνω τζιαι θκιό χορευτικά,
που είδα που τον Σάκη.

Τούτη ευτής επέλλανεν,
που είδεν έτσι σιόου.
Αρπάσω την στα σιέρκα μου,
με γιές είπεν με νόου.

Να μεν πολυλοώ,
εφκίκαμεντε έξω.
Τζι εγιώνι επερίμενα,
πότε να της τον ρέξω.

Λαλώ της πάμεν σπίτι μου,
έλα τζι εννα σ' αρέσει.
Τζι έκαμνεν μου την δύσκολην,
εν ξέρει αν θα μπορέσει.

Εκάλαρα την δέχτηκεν,
τζιαι μπαίνει μες το σπίτιν.
Ήταν τζιαι ασυγίριστον,
καθάρισα την Τρίτην.

Εάρκεψα με αγκαλιές,
σιγά σιγά χουφτώνω.
Εσήκωσατην πάνω μου,
μα ίσια που την σώννω.

Έφκαλα τα ρούχα της,
πάω να προχωρήσω.
Λαλώ πως είμαι τυχερός,
πόψε εννα γαμήσω.

Λαλεί ''φοούμε Τζιόβη μου,
εν η πρώτη μου φορά''.
Έτσι τζι εγιώ σταμάτησα,
τι κάμνουμεν τωρά;

''Είμαι παρθένα'' είπεν μου,
''θέλω να δοκιμάσω''.
Εγιώ χαττίριν κούκλα μου,
δεν θα σου το χαλάσω.

Έβαλα το λαδούιν μου,
πέρκιμον δεν πονήσει.
Τζιαι στην μπανάναν το σκουφήν
τζίνη να του φορήσει.

Τζιαι βάλλοτον τζιαι φκάλλοτον,
εμύριζεν σαν πίκλα.
Τούτη εν παρθένα τάχα μου;
Τούτη εν τέλια σίκλα!

''Άου'' λαλεί μου ''τζιαι πονώ'',
Μα τί πονείς ρα μούλα;
Κάμνεις μου την αγάμητην,
μα είσαι τέλια τσούλα!

''Εν η πρώτη μου φορά''
είπεν ξανά με πάθος.
''Μόνον για τούντην ευτομάν''
λαλεί μου ''έχει λάθος;''

Παρέλασην στον πούττον της,
πιένναν στρατιώτες,
βιλλοδοσίαν έκαμναν,
ήτουν πολλοί οι δότες.

Φορώ το παντελόνι μου,
σηκώνουμαι να φύω.
Έβαλα τζιαι τες κλάτσες μου,
το φερμουάρ μου κλείω.

Τζίνη έμεινεν τζιαμέ,
με ανοιχτά τα πόδια.
Πέρκει περάσουν που τζιαμέ,
αππάροι τσίτες βόδια!

Γι αυτόν που πάτε μες το κλάπ,
τζιαι παίζουντο παρθένες,
εσείς μεν τες πιστεύκετε,
Κυπραίες είτε ξένες.

Για ναν παρθένα η κορού,
πρέπει να τον στουππώσει.
Αλλιώς τζιαι έρημον να πάει,
θα έβρει να στρουμπώσει.

Παρά να μεν τον νιώθω τίποτε,
τζιαι να σε περιπαίζω,
κάθουμαι τζιαι έσσω μου,
τζιαι μόνος μου τον παίζω.

Νικόλας Τζιοβάνη








Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Η highclass στην παραλία! (Nicolas Jovani)

Πρωίν η παλιο-highclass,
στην θάλασσαν απλώνει.
Μαγιό των 100 ευρώ,
με handsfree καμαρώνει.

Θωρεί τζιαμέ έναν μιτσήν,
η μύξα του να τρέχει.
Βουρά ευτύς μες το νερόν,
να βλέπει δεν αντέχει.

Έφταιξεν τάχα το μωρόν,
μα θώρε την κυράτσαν!
Που με τες χίλιες πλαστικές,
τεντώθηκεν η φάτσα!

Έβαλεν το γυαλλούιν της,
σαν μούγια που επιπλαίει.
Είδεν το φύτζιν στο νερόν,
τζιαι άρκεψεν να κλαίει.

Ήρτεν τζιαμε μια φίλη της,
του βουλευτή η κόρη.
Θέλω να πω τζιαι όνομαν,
μα εν λιον κρίμαν σόρρυ.

Εκολυμπούσαν τάχατες,
στα ξέβαθα πατούσαν.
Τζιαι συζητούσασην μαζί,
πόσα λεφτά βαστούσαν.

Εβάλαν τες κρεμούες τους,
το λάδιν τζιαι το σιάλην.
Πάει κοντά τους ο μιτσής,
με την πουλλούν την μιάλην.

Άρκεψε το κατούρημαν,
''μάμμα πισσιά μου τώρα''
Κύπρος μου όμορφον νησίν,
η πιο ωραία χώρα.

Μα η άλλη με την φίλη της,
γελά τζιαι σχολιάζει.
Όσπου το παωμένον το νερόν,
εάρκεψεν να βράζει.

''Κόρη μα βράζει δαχαμέ,
μα τί συμβαίνει honey?
Μα κατουρά μας ο μιτσής,
φύαμεν μάνι μάνι''!

Εξιτιμάζαν τον μιτσήν,
την μάνα του τον τζίρη.
Είπαν τον πως εν χώρκατος,
τζιαι άλουτον τζιαι φτύρι.

Θωρείς τζιαμέ να έρκεται,
ο τζίρης με μασιέριν,
Με μίαν ππάλαν στο δεξίν,
παττίχαν στ' άλλον χέριν.

Συμβαίνει τίποτε λαλεί;
Πρόβλημα να το λύσω;
Μα ενοχλά σας το μωρόν,
ή να το αφήσω;

Θωρούν σου τζίνες τον παπά,
κοιλιακούς σαν πιάνο,
Εξέρανεν η φάτσα τους,
ξηροί καρποί σεράνο.


Τζιαι καλοπιάναν το μωρόν,
σιουμάλισμαν τζιαι νάζια.
Εδώκαν του χυμόν να πιεί,
δώκαν του τζιαι κκεράζια.

Είδετε οι παλιο highclass,
εύκολα που καλμάραν;
Είδαν τζιαμέ τον χώρκατον,
με άσφαλτον κορμάραν!

Ξιάσαν την κατούραν του,
ξιάσαν τζιαι την μύξαν.
Άλλαξεν το χρώμαν τους,
είδαν τον τζιαι βρίξαν.

Γι αυτό κομμένον το φαήν,
τα χάμπουρκερ το λίπος.
Γίνεται κάποτε τζιαι εσείς,
ο χώρκατος ο τύπος.

Τζιαι να σου πω πιο γεννικά,
πέρκει το καταλάβεις.
Μην κρίνεις έτσι εύκολα, 
τον άλλον μεν τον θάβεις.

Με το αν τρέχει μύξα του,
τα ρούχα του που έχει.
Αν εν φτωχός αν εν μαυρής,
στες γειτονιές αν τρέχει.

Ο κόσμος εν ελεύθερος,
ποιος είσαι να τον κρίνεις;
Τζιαι να θυμάσαι πάντοτε,
πως παίρνεις οτι δίνεις.

Νικόλας Τζιοβάνη