Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Σήμερα ο Βαγγέλης.. αύριο ποιός;


Πριν λίγες μέρες ακούσαμε όλοι για τον άδικο χαμό του Βαγγέλη. Για όσους δεν γνωρίζουν τα γεγονότα, ο Βαγγέλης,
ένα ήσυχο παιδί απο την Κρήτη, αποφάσισε να θέσει τέρμα στην ζωή του, αφού δεχόταν καθημερινά εκφοβισμό απο τους συμφοιτητές του. Στο τέλος, δεν άντεξε. Στο πρόσωπο του Βαγγέλη, όλοι όσοι βίωσαν και βιώνουν τον εκφοβισμό στο πετσί τους.

Είδαμε την επόμενη ακριβώς μέρα, διάφορους στο διαδίκτυο, να γράφουν λόγια συμπαράστασης, εκφράζοντας έτσι το αίσθημα τις αδικίας και την απορία τους για τον χαμό του λεβέντη. Μα γιατί απορείτε; Εσείς που διερωτάστε πως μπορεί ένας νέος να θέσει τέρμα στην ζωή του, είσαστε οι ίδιοι που οδηγείτε, τον Βαγγέλη, και τον οποιοδήποτε Βαγγέλη, να κλείνετε στον εαυτό του, και στο τέλος να φεύγει απο την ζωή.

Είστε εσείς οι ίδιοι, που βλέπετε κάποιο άτομο με περιττά κιλά να περπατά στο δρόμο, και γελάτε, δακτυλοδείχνεται, ειρωνεύεστε. Χυδαίοι, υποκριτές, κακομαθημένοι.

Είστε οι ίδιοι που θα δείτε έναν ομοφυλόφιλο, διωγμένο απο όλους, να κλαίει σε μια γωνιά, και θα το θεωρήσετε άξιο σχολιασμού και κοροϊδίας με τους φίλους σας. Θα προσπαθήσετε να τον μειώσετε, αποκαλώντας τον ''πούστη''. Εσείς, οι άντρακλες, που με αυτό το τρόπο τιμάτε τα παντελόνια σας. Που ο ανδρισμός σας εκφράζεται με τον εκφοβισμό σε άτομα που το μόνο που ζήτησαν ήταν η αποδοχή σας.

Είστε οι ίδιοι που μιλάτε άσχημα σε κάποιο άτομο λόγω της εμφάνισής του. Αν δεν έχει ρούχα ακριβά, αν είναι φτωχός. Και αν δεν το κάνετε με λόγια, ένα βλέμμα και μια απέχθεια, είναι αρκετά να κάνουν την ζημιά.

Αυτός είναι ο λόγος, που όταν είδα απο μερικά άτομα την υποκρισία στα λεγόμενά τους στο διαδίκτυο, θύμωσα και αποφάσισα να τα γράψω. Θύμωσα,  επειδή λυπούνται τον Βαγγέλη, αλλά την ίδια μέρα ίσως κάνουν το ίδιο σε κάποιο άλλο άτομο. Χωρίς να σκεφτούν, χωρίς να έρθουν ούτε για ένα λεπτό στην θέση του.
.

Ρατσισμός.. Πόσες φορές δεν ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν, οτι πρέπει να φύγουν απο την γειτονιά τους οι ''ξένοι'', μόνο και μόνο επειδή δεν προέρχονται απο την ίδια χώρα με αυτούς. Λες και αυτό απο μόνο του, τους κάνει καλύτερους ανθρώπους. Και τι σημαίνει είναι κάποιος ξένος; Όλοι ξένοι είμαστε, προσωρινοί κάτοικοι στην γη,

Αν κάποιος έχει διαφορετικό χρώμα απο το δικό σου, δεν σημαίνει οτι πρέπει εσύ να τον μειώνεις, για να νιώσεις εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα οτι είσαι κάτι ανώτερο απο αυτόν. Και αν θεωρείς οτι είσαι καλύτερος άνθρωπος, μόνο απο το χρώμα σου, τότε ξανα σκέψου το.

Εσείς οι ίδιοι που κρίνεται τους θύτες του Βαγγέλη, είσαστε οι ίδιοι που θα δείτε ένα ξένο στο δρόμο, να υποφέρει, και θα σκεφτείτε ''καλά να πάθει, σαν μεν έρτει δακάτω''.

Είστε οι ίδιοι που αν δείτε ένα μικρό ομοφυλόφιλο να χλευάζεται στην μέση του σχολείου, θα πείτε ''καλά να πάθει, αφού εν πούστης''.

Είστε οι ίδιοι που αν δείτε κάποιον διαφορετικό απο εσάς, που δεν ακολουθεί τα δικά σας πρότυπα, αντιλήψεις, σημαίνει οτι πρέπει να τον σπρώχνεται προς τον θάνατο.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι οι ίδιοι. Μερικοί μπορούν να αντέξουν τα λόγια σας, τα σχόλια σας, τις κακίες σας, και απλά κλείνουν τα αυτιά και τα μάτια τους. Κάποιοι άλλοι όμως, πιο αδύνατοι χαρακτήρες, ίσως ψάξουν άλλες λύσεις για να τελειώσει το μαρτύριό τους. Και αν ακόμα και τώρα, κάπου μέσα σας, σκεφτείτε ''τι μας κόφτει εμάς'', σκεφτείτε οτι σήμερα ήταν ο Βαγγέλης. Αύριο ίσως είναι ο αδερφός σας, ο γιος σας, ο εαυτός σας.


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Μπορεί κανένας να με καταλάβει;

Όλα ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Αυγούστου, καθώς έτρωγα το μεσημεριανό μου γάλα. Άρχισα να ονειρεύομαι κλείνωντας το ένα μάτι, αφού την προηγούμενη ημέρα χτύπησα το δάχτυλό μου στην γωνιά της μπάλας. Πονούσα πάρα πολύ λίγο. Τότε ήρθε η μάνα μου στο δωμάτιο του γείτονα, να μου πει να στρώσω το κρεβάτι μου με ροδοπέταλα. Τότε κι εγώ πήρα λάδι και ξύδι και έφτιαξα μια μπουγάτσα. Όταν την έβαλα στο αυτί μου, η γεύση της ήταν βάτραχος. Κατέβασα το παντελόνι, γιατί με έπνιγε η γραβάτα, και είπα να βγώ έξω απο το σπίτι. Άνοιξα το παράθυρο του αποχωρητηρίου, έκρυψα τα κλειδιά κάτω απο το χαλί του μπάνιου και έφυγα. Ήταν η ωραιότερη νύχτα της φίλης μου της Ζωής. Περπάτησα λίγο με το ποδήλατό μου στον αυτοκινητόδρομο, και πήγα για καφεδάκι στο βιβλιοπωλείο του κρεωπολείου. Είδα την ταινία στο χαρτί, έφαγα ένα καπουτσίνο και άρχισα να ζαλίζομαι. Έβλεπα πίσω μου αστέρια, του κινηματογράφου, έβαλα ένα πανατόλ στο μέτωπο και έπεσα στον τοίχο. Ήρθε τότε ένας γιατρός με πράσινο γιλέκο, και μου έδωσε ένα ποτήρι μελάνι, να υπογράψω τον διαθήκη μου. Τότε αφου είδα τα γράμματα στην οθόνη του καθρεύτη, κατάλαβα οτι ήρθε το τέλος,  Δεν είπα κουβέντα, και άρχισα να ρωτώ επίμονα το γιατί. Αλλά δεν είχα απάντηση, ίσως δεν είχε το νούμερό μου, σκέφτηκα.  Βρισκόμουνα στην μέση του γηπέδου, κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά, να αναβοσβήνει η μπαταρία του αυτοκινήτου μου. Έδεσα ένα σχοινί στο λαιμό της μπουκάλας, την πέρασα σε ένα λουλούδι, και περίμενα να έρθει η άνοιξη.