Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Μπορεί κανένας να με καταλάβει;

Όλα ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Αυγούστου, καθώς έτρωγα το μεσημεριανό μου γάλα. Άρχισα να ονειρεύομαι κλείνωντας το ένα μάτι, αφού την προηγούμενη ημέρα χτύπησα το δάχτυλό μου στην γωνιά της μπάλας. Πονούσα πάρα πολύ λίγο. Τότε ήρθε η μάνα μου στο δωμάτιο του γείτονα, να μου πει να στρώσω το κρεβάτι μου με ροδοπέταλα. Τότε κι εγώ πήρα λάδι και ξύδι και έφτιαξα μια μπουγάτσα. Όταν την έβαλα στο αυτί μου, η γεύση της ήταν βάτραχος. Κατέβασα το παντελόνι, γιατί με έπνιγε η γραβάτα, και είπα να βγώ έξω απο το σπίτι. Άνοιξα το παράθυρο του αποχωρητηρίου, έκρυψα τα κλειδιά κάτω απο το χαλί του μπάνιου και έφυγα. Ήταν η ωραιότερη νύχτα της φίλης μου της Ζωής. Περπάτησα λίγο με το ποδήλατό μου στον αυτοκινητόδρομο, και πήγα για καφεδάκι στο βιβλιοπωλείο του κρεωπολείου. Είδα την ταινία στο χαρτί, έφαγα ένα καπουτσίνο και άρχισα να ζαλίζομαι. Έβλεπα πίσω μου αστέρια, του κινηματογράφου, έβαλα ένα πανατόλ στο μέτωπο και έπεσα στον τοίχο. Ήρθε τότε ένας γιατρός με πράσινο γιλέκο, και μου έδωσε ένα ποτήρι μελάνι, να υπογράψω τον διαθήκη μου. Τότε αφου είδα τα γράμματα στην οθόνη του καθρεύτη, κατάλαβα οτι ήρθε το τέλος,  Δεν είπα κουβέντα, και άρχισα να ρωτώ επίμονα το γιατί. Αλλά δεν είχα απάντηση, ίσως δεν είχε το νούμερό μου, σκέφτηκα.  Βρισκόμουνα στην μέση του γηπέδου, κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά, να αναβοσβήνει η μπαταρία του αυτοκινήτου μου. Έδεσα ένα σχοινί στο λαιμό της μπουκάλας, την πέρασα σε ένα λουλούδι, και περίμενα να έρθει η άνοιξη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου